αμνός

αμνός
ο (Α ἀμνὸς) (θηλ. Α ἀμνὰς και ἀμνὴ και ἀμνίς, Ν αμνάδα)
1. το νεογνό τού προβάτου, αρνί, αρνάκι
2. φρ. «ο αμνός τού Θεού» ο Χριστός
μσν.
το ύφασμα τού επιταφίου, όπου εικονίζεται το σώμα τού Χριστού
αρχ.
1. ανόητος, κουτός
2. άκακος, πράος, μαλακός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἀμνὸς χρησιμοποιήθηκε στην αρχαία Ελληνική παράλληλα προς το ἀρὴν (ἀρνός), για να δηλώσει το αρνί, το μικρό τού προβάτου. Ετυμολογικά η λ. ανάγεται σε IE *agwnos (> *abvos > ἀμνός, με αφομοίωση)
πρβλ. αρχ. ιρλ. ūan (< oūan). Οι συγγενείς τύποι άλλων ΙΕ γλωσσών -λατ. agnus (από όπου τα γαλλ. agneau, ιταλ. agno), αρχ. σλαβ. agnę, αγγλ. yean «βελάζω»- θα μπορούσαν να αναχθούν σε IE *agwhnos (με δασύ χειλοϋπερωικό σύμφωνο -gωh- αντί μέσου ηχηρού -gw-), εφόσον το υπερωικό -g- στους τύπους αυτούς είναι αρχικό και όχι (υστερογενές) προϊόν αφομοιώσεως. Στη Ν. Ελληνική επικράτησε, αντί τού αμνός, ο τ. αρνί: ἀρήν, ἀρν-ὸς > ἀρνί-ον υποκορ. > αρν-ί (πρβλ. παῖς, παιδ-ὸς > παιδ-ίον > παιδ-ί), ενώ ο τ. αμνός διατηρήθηκε και παγιώθηκε ως όρος της εκκλησιαστικής κυρίως (και της λόγιας) γλώσσας. Όπως η λ. ἄρτος έναντι τής λ. ψωμί, η οἶνος, έναντι τού κρασί, έτσι και η λ. ἀμνὸς έναντι τού τ. αρνί απετέλεσαν μια σειρά από λέξεις στερεότυπες τής εκκλησιαστικής γλώσσας που καθιερώθηκαν με τον παραδεδομένο τους τύπο στη γλώσσα τής λατρείας, ενώ τη θέση τους στην καθημερινή γλώσσα πήραν άλλες, κατά κανόνα, νεώτερες λέξεις.
ΠΑΡ. αρχ. ἀμνεῖος-ἀμναῖος, ἀμνειός, ἀμνίον, ἄμνιος, ἀμνοκῶν.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. αμνοσκοπία, αμνοφαγία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἁμνός — ἀμνός , ἀμνός lamb masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμνός — lamb masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμνός του Θεού — Η λέξη αμνός χρησιμοποιείται συμβολικά στη χριστιανική τέχνη και στη λειτουργική. Στην Παλαιά Διαθήκη, η λέξη χρησιμοποιείται και στην κυριολεξία της. Στη συμβολική της έννοια είναι προσωνυμία του Μεσσία, για την πραότητα και την ανεξικακία του.… …   Dictionary of Greek

  • αμνός — ο το μικρό αρσενικό πρόβατο, το αρνάκι: Στο χωριό θα έτρωγαν και τον πατροπαράδοτο πασχαλινό αμνό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀμνώ — ἀμνός lamb masc/fem acc dual ἀμνός lamb masc/fem nom dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμνοί — ἀμνός lamb masc/fem nom pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμνούς — ἀμνός lamb masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμνόν — ἀμνός lamb masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμνώς — ἀμνός lamb masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Autos epha — Alpha Inhaltsverzeichnis 1 Ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω 2 Άγιον Όρος …   Deutsch Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”